- σκότα
- η, Νναυτ. σχοινί με το οποίο τεντώνονται τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scotta < φραγκ. skota].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκότα — η (λ. ιταλ.), σχοινί που τεντώνει τα πανιά του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτάσει — σκοτά̱σει , σκοτάω their sight is darkened aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) σκοτά̱σει , σκοτάω their sight is darkened fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) σκοτά̱σει , σκοτάω their sight is darkened fut ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτάσουσι — σκοτά̱σουσι , σκοτάω their sight is darkened aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) σκοτά̱σουσι , σκοτάω their sight is darkened fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) σκοτά̱σουσι , σκοτάω their sight is darkened fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτάσουσιν — σκοτά̱σουσιν , σκοτάω their sight is darkened aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) σκοτά̱σουσιν , σκοτάω their sight is darkened fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) σκοτά̱σουσιν , σκοτάω their sight is darkened fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτάσῃ — σκοτά̱σῃ , σκοτάω their sight is darkened aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) σκοτά̱σῃ , σκοτάω their sight is darkened aor subj act 3rd sg (doric aeolic) σκοτά̱σῃ , σκοτάω their sight is darkened fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτάσαι — σκοτά̱σᾱͅ , σκοτάω their sight is darkened pres part act fem dat sg (doric) σκοτά̱σαῑ , σκοτάω their sight is darkened aor opt act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
αντιβάλλω — (AM ἀντιβάλλω) 1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή 2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα 3. αναφέρω, μνημονεύω νεοελλ. τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω αρχ. μσν … Dictionary of Greek
κοντρασκότα — κοντρασκότα, ἡ (Μ) σχοινί για το τέντωμα τών πανιών τού καραβιού, που ενισχύει τη σκότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. contrascota] … Dictionary of Greek
πόδιο(ν) — τὸ, ΜΑ [πους, ποδός] μσν. πόδας ιστίου, σκότα αρχ. 1. βάση, στύλος αγγείου 2. αρχιτ. η πρώτη σειρά τών καθισμάτων γύρω από την κονίστρα τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου … Dictionary of Greek